- πάμμηνος
- πάμμηνοςthrough all monthsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάμμηνος — πάμμηνος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί όλους τους μήνες τού έτους, όλο το έτος 2. φρ. «πάμμηνος σελήνη» πανσέληνος (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. έμ μηνος] … Dictionary of Greek
παμμήνου — πάμμηνος through all months masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμήνῳ — πάμμηνος through all months masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμηνα — πάμμηνος through all months neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχίμηνος — ἀρχίμηνος, η (Μ) η πρώτη μέρα του μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηνός < μην, μηνός (πρβλ. δεκάμηνος, ηλιτόμηνος, πάμμηνος)] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek